ΚΕΙΜΕΝΑ
ΣΩΤΗΡΗΣ ΣΟΡΟΓΚΑΣ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
12/2021
Για Θανάση Νιάρχο
Ερωτήσεις
1.Πότε πιστεύετε ότι προέκυψε η τόσο αμφισβητούμενη έννοια της ελληνικότητας στην τέχνη και ποια πιστεύετε πως υπήρξε η ανάγκη που την δημιούργησε.
Απ.Θα σας έλεγα ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της νεότερης Ελλάδας σοβεί τόσο στον πολιτικό όσο και στον πολιτισμικό γενικότερα χώρο, η γνωστή ιδεολογική σύγκρουση –κρυφή ή φανερή- ανάμεσα στην έννοια του εκσυγχρονισμού και την παράδοση. Η ελληνικότητα στην τέχνη ερμηνεύει την ανάγκη να διατηρηθεί η συνέχεια αυτής της ελληνικής παραδόσεως. Δηλαδή, ο ίδιος ο ελληνισμός. Η άκρως σχηματοποιημένη αυτή διατύπωση φυσικά και δεν είναι ικανή να περιγράψει την κατάσταση. Θα σας πω όμως δυο λόγια για τους ανθρώπους της γενιάς του ’30, τους οποίους λατρεύω και θαυμάζω, γιατί έφεραν στον τόπο μας με την εργασία τους και τη δημιουργική τους αγάπη, όλα τα αναγκαία στοιχεία που βρήκαν έξω από την Ελλάδα και την πλούτισαν διατηρώντας την ιδιοπροσωπία της με σεβασμό. Η κριτική τους στάση ήταν πάντα ζωντανή. Ο Ελύτης γράφει: «Εγώ και η γενιά μου-κι εδώ περιλαμβάνω και το Σεφέρη-πασχίσαμε να βρούμε το αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας». Αυτό ήταν αναγκαίο γιατί μέχρι τότε, σαν αληθινό πρόσωπο της Ελλάδας εμφανιζόταν εκείνο που οι ευρωπαίοι έβλεπαν σαν Ελλάδα.
Ο Σεφέρης στην ομιλία του για το Νόμπελ είπε: «είναι μικρός ο τόπος μας, αλλά η παράδοση του είναι τεράστια».
Θα σας πω κι ένα τελευταίο που θυμάμαι πάντα με συγκίνηση και μου το αφηγήθηκε ο αείμνηστος Εγγονόπουλος για τον Πικιώνη. Σε εκπαιδευτική εκδρομή στην Καστοριά με σπουδαστές αρχιτέκτονες, ο δάσκαλος για κάποια ώρα είχε χαθεί. Συγκινημένος ο Εγγονόπουλος στην αφήγηση του, είπε ότι βρήκε τον Πικιώνη να κλαίει σκυφτός σε ένα από τα δωμάτια του ερειπωμένου σπιτιού που είχαν επισκεφτεί τελευταία.
Η αγάπη αυτών των ανθρώπων δεν προερχόταν από πνευματικό σωβινισμό ή καταγωγική αυταρέσκεια. Ήταν ένα βαθύ και τραυματικό αίσθημα ταυτίσεως τους με τον γενέθλιο τόπο και την ιστορία του. Τι θα έλεγαν ακούγοντας την γλώσσα τους να γίνεται αγγλική ή ότι το Αιγαίο ανήκει στα ψάρια;
Ερώτηση 2: Αν θα θεωρούσατε τη ζωγραφική σας πέρα από τη μορφοποίηση ενός οράματος που μπορεί να έχει κανείς για τη ζωή και για την τέχνη, και ως ένα είδος προσωπική σας εξομολόγησης, ποια πιστεύετε πως υπήρξε η εξομολόγηση αυτή;
Απ. Σαν ποιητής κι εσείς , γνωρίζετε ότι καμιά εξομολόγηση μέσω της τέχνης δεν μπορεί να διατυπώσει το περιεχόμενο της. Πόσω μάλλον όταν το εξομολογείτε ο δημιουργός οριοθετώντας το. Πιστεύω ότι κάτι τέτοιο θα ακύρωνε το έργο γιατί θα το καθιστούσε μονοδιάστατο. Ο Σεφέρης στις «Δοκιμές του» λέει πως «Δεν υπάρχει καλλιτέχνης που να έχει δώσει αυθεντική ερμηνεία του έργου του». Και αλλού: «Ο ποιητής δεν έλεγε ποτέ αυτό που ήθελε να μεταδώσει». Πιστεύω πως κάθε έργο με αξία έχει πολλές ερμηνείες. Πρωτίστως πρέπει να εξακτινώνει τη συγκίνηση, γιατί αυτή μας ταξιδεύει στους λαβύρινθους του υποσυνείδητου μας , ενεργοποιώντας ξεχασμένους καιρούς και τόπους. Σε τέτοιες ερωτήσεις με βοήθησε η προτροπή του Μπρακ: « Δεν πρέπει να μιλάει ο ζωγράφος για το έργο του».
3. Είναι γνωστή η σχέση σας με τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα με την ποίηση. Πως δημιουργήθηκε η σχέση αυτή;
Απ.Θυμάμαι που σας είχα εξομολογηθεί παλαιότερα σε μια συνέντευξη μου τους λόγους ενός συγκλονιστικού για εμένα γεγονότος που ανέτρεψε ριζικά τη ζωή μου. Ήμουν 13 ετών και ύψους δυο μέτρων σχεδόν. Αυτό, μετέτρεψε τη ζωή μου σε κόλαση αφού, για εκείνη την εποχή, το ύψος αυτό ήταν ασυνήθιστο. Η ζωή μου έκτοτε άρχισε να γίνεται αφόρητη απ’ τα πειράγματα σχεδόν όλων γύρω μου , εκτός των δικών μου, γεγονός που με έκανε να κρύβομαι. Έπρεπε να ανακαλύψω τρόπο επιβιώσεως . Σε ένα από τα υπέροχα κείμενα του πατρός Βασιλείου του Ιβηρίτου διάβασα: « μέσα στην εκκλησία αποδεικνύεται ότι όταν χάνεις κάτι σημαντικό που σε πονά, σου προσφέρεται κάτι πιο πολύτιμο, πνευματικό και ακατάλυτο, που δεν θα το κέρδιζες χωρίς την προηγηθείσα απώλεια. Φαίνεται πως η ζωγραφική, η ποίηση, τα διαβάσματα, έγιναν οι θύρες που μου υπέδειξε μια θεία πρόνοια, ώστε να βρω ξανά τον κόσμο με έναν άλλο παρήγορο τρόπο αναπάντεχα διευρυμένο και μυστηριακό. Ο Σαχτούρης σε ένα ποίημα του λέει: « Κόλαση με τόσο φως, δε το περίμενα».
Πιστεύω πως οι άνθρωποι που προστρέχουν στην τέχνη είναι οι πάσχοντες. Συχνά φέρνω στο νου μου την εξομολογητική φράση του Εγγονόπουλου: « Αν αφιερώθηκα στην τέχνη, το έκανα γιατί η ζωή είναι τόσο παράλογη, που αν δεν έχει κανείς αυτές τις διαφυγές προς το ανιδιοτελές, του γίνεται ανυπόφορη».
4. Έχετε γράψει πολλά κείμενα συγκεντρωμένα ήδη σε τρεις τόμους. Για πρόσωπα και για θέματα της καλλιτεχνικής, αλλά και της ευρύτερα κοινωνικής μας ζωής. Αν θα μπορούσε να εντοπιστεί ένας κοινός άξονας σε σχέση με τη ζωγραφική και την συγγραφή σας, ποιος θα ήταν αυτός;
Απ.Είναι αλήθεια ότι πάντοτε με διακατείχε τόσο η επιθυμία συμμετοχής μου στα κοινά, όσο και η ανάγκη μιας εξομολογήσεως, ενός μόνιμου ψυχικού αδιεξόδου που ζει σε αναμονή του αναπότρεπτου τέλους. Αυτό, το άφησα στη ζωγραφική η οποία μέσα από τη σιωπή της, μπορεί να αφηγηθεί ή να αποκαλύψει τέτοια μυστικά. Στον ίδιο άξονα εντάσσεται και η αγάπη μου για την ποίηση η οποία πάντοτε με βοηθούσε τόσο στη ζωή, όσο και στην τέχνη μου. Το έντονο και διαρκές ενδιαφέρον μου για τα κοινωνικά τεκταινόμενα, μου υπαγόρευσαν ίσως οι επιρροές απ’ την παιδική και εφηβική μου ηλικία. Διότι, πράγματι έζησα αυτά τα πρώτα χρόνια της ζωής μου σε ένα μικρό, φτωχικό σπίτι με τρεις οικογένειες στην ίδια αυλή, μαζί και το ραφείο του παππού μου, απ’ το οποίο περνούσαν τόσο οι πελάτες του, όσο και οι αριστερές συντροφιές των θείων μου και του πατέρα μου που είχαν μάλιστα καθοδηγητή τον περίφημο Πλουμπίδη. Εκεί, διδάχτηκα ότι η πλουτοκρατία που εκμεταλλεύεται τους φτωχούς στηρίζεται απ’ την στρατοκρατία και την παπαδοκρατία. Μεγάλωσα μέσα απ’ τα αφελή αυτά, αλλά άκρως διεισδυτικά και «προοδευτικά» ιδεολογήματα. Σε ένα μικρό κείμενο για τον αγαπημένο μου πατέρα έχω αναφέρει την διδασκαλία του την οποία αργότερα εμπέδωσα με συνεχείς μαρξιστικές μελέτες, καθώς και με αντίστοιχες συντροφιές. Κατάφερα να απαλλαγώ από αυτήν την ιδεολογία, εν μέρει, στα μέσα της δεκαετίας του ‘80.
5.Που διακρίνετε να σταματούν οι πειραματισμοί που έχουν επιχειρηθεί τα τελευταία πενήντα χρόνια στη ζωγραφική.
Απ.Πιστεύω ότι η ζωγραφική, περισσότερο από έναν αιώνα, έχει περιθωριοποιηθεί. Τα μουσεία μοντέρνας τέχνης είναι τεράστια σε μέγεθος για να δέχονται άλλες μορφές τέχνης: Κατασκευές, happenings, land art, body art, video art κλπ. Οι ντανταϊστές με την επανάσταση τους στην αρχή του περασμένου αιώνα εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα, αυτοαποκαλούμενοι «μοντέρνοι», ενώ είναι απολιθώματα.
Επιχειρήθηκε και επιχειρείται κάθε ασχημία, κάθε μορφής ηλιθιότητα που θα σκεφτεί ή θα πράξει κάποιος, σε βαθμό κορεσμού. Όλα επενδύονται με μια σοβαροφάνεια απίστευτη, ως εκδηλώσεις ύψιστης καλλιτεχνικής βαρύτητος. Εν απουσία οποιουδήποτε κριτηρίου, αλλά και εκφοβισμού του κοινού για το δήθεν σπουδαίο κάποιων εκφράσεων της σύγχρονης τέχνης, αυτοανακηρύσσονται όλοι πλέον «εικαστικοί καλλιτέχνες». Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος έγραψε ένα ενδιαφέρον κείμενο για τη «σπασμένη καρέκλα» του μουσείου ΕΜΣΤ: «τη λεγόμενη σύγχρονη τέχνη δεν τη δημιουργούν οι καλλιτέχνες. Την παράγουν οι ερμηνευτές της-επιμελητές εκθέσεων, και πάσας φύσεως «προλογιστές», που φορτώνουν με σημασία το ασήμαντο».
Η ζωγραφική πάντα εν απουσία.
6. Θεόφιλος
Απ.Η υπέροχη γενιά του ‘30 δεν ήταν δυνατόν να μην ανακαλύψει τον Μακρυγιάννη και τον Θεόφιλο. Αυτό που θα λέγαμε, η ελληνική λαϊκή ψυχή. Ο Εμπειρίκος δεν θα μπορούσε να αγνοήσει τον Θεόφιλο: «Με ρίγανη στα χείλη του κι ολόκληρη τη χώρα μέσα στο στήθος του».
Ο Ορέστης Κανέλλης , ο Ασημάκης Πανσέληνος, ο Κρίτων Ελευθεριάδης που τους γνώρισα, μιλούσαν για το Θεόφιλο με συγκινητική τρυφερότητα, σαν να ήταν συγγενής τους. Όλοι τους κατείχαν υπέροχα έργα του.
Τα κείμενα του Eλύτη και του Σεφέρη , λατρευτικά. Έγραψα κι εγώ κάτι για το ζωγραφισμένο σπίτι στην Ανακασιά του Βόλου. Είναι μαγευτικό. Με είχε καθηλώσει θυμάμαι, η φιγούρα του σπιτονοικοκύρη πάνω στο άλογο , έτοιμου για κάποια αναχώρηση, ο προορισμός της οποίας έμενε μετέωρος σε μια ατμόσφαιρα μεταφυσική.
Λόγιος Ερμής
Συνέντευξη στο Λόγιο Ερμή
Για μετρό
Για Κύπρο
Η χώρα βγήκε μέσα από μια μεγάλη καταστροφή. Ακούστηκαν πολλές απόψεις κι αναλύσεις με ευρύτερες προεκτάσεις για την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος σήμερα. Ο πρωθυπουργός μίλησε για ένα νέο πατριωτισμό. Τελικά, θα βγει κάτι καλό για το μέλλον από όλα αυτά;
Ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός έγραψε: «Πάρτε μαζί σας νερό, το μέλλον κρύβει πολλή ξηρασία». Σήμερα η ξηρασία στις συνειδήσεις όλων μας μεγαλώνει, γι’ αυτό και απουσιάζει η ελπίδα, η κοινωνική συνοχή ή το κοινό όραμα για κάτι. Οι πολιτικοί δογματισμοί και τα πάθη οξύνονται αντί να αμβλυνθούν, ακόμα και στις εθνικές καταστροφές όπως οι φωτιές της Πελοποννήσου και της Ευβοίας. Δασοκτόνοι νόμοι, πολιτική διευκολύνσεων για καταπατητές γης, το αρπακτικό σύνδρομο των πολιτών που δεν αναχαιτίζεται από νόμους, συνθέτουν την εφιαλτική σύγχρονη εικόνα του τόπου. Ο κρατικός μηχανισμός στην Ελλάδα είναι ο μόνιμος ασθενής, και καμιά κυβέρνηση μέχρι σήμερα δεν φρόντισε με αποτελεσματικό τρόπο την ίασή του. Η έκταση της απάτης και της ανομίας είναι ασύλληπτη. Στην απουσία επιβολής κυρώσεων ο καθένας πράττει αυτοβούλως. Μόνο στην Πεντέλη 4.000 πρωτόκολλα κατεδαφίσεως μένουν ανεκτέλεστα. 1.700.000 αυθαίρετα κτίσματα. Λατομεία που λεηλατούν τοπία και αρχαιολογικούς χώρους παραμένουν εν λειτουργία, παρά την απαγόρευση του Συμβουλίου Επικρατείας. Το πολιτικό σύστημα, ασφυκτικά εγκλωβισμένο, ελέγχεται απ’ τους κατόχους των μαζικών μέσων ενημέρωσης που φροντίζουν με δικά τους κριτήρια την «ανάπτυξη». Ο νέος πατριωτισμός θα ξεκινήσει μόνο από τη βάση.
Γίνεται σε όλους όλο και περισσότερο αυταπόδεικτο ότι τα δύο μεγάλα κόμματα δεν εκφράζουν τίποτα το διαφορετικό. Συμφωνείτε ότι μοιάζουν περισσότερο με ομάδες συμφερόντων, που όλα τους τα επιχειρήματα, λίγο πολύ, καταλήγουν στο ότι θα κάνουν καλύτερη διαχείριση οι μεν από τους δε;
Είναι αλήθεια ότι η ιδεολογία της παλιάς δεξιάς με τις αξίες της πατριδολατρίας, της προσήλωσης στην οικογένεια και της ορθόδοξης πίστης δεν εκπροσωπείται πλέον από κάποιο κόμμα, σε αντίθεση με τους πολίτες ή γενικότερα το λαό –όχι μόνο της δεξιάς, αλλά ολόκληρου του ιδεολογικού φάσματος–, ο οποίος διαφυλάττει αυτές τις αξίες. Θα έλεγα μάλιστα ότι συντελείται ένα είδος βιασμού της λαϊκής θελήσεως συστηματικά και μακροχρόνια από όλα τα κόμματα. Έτσι ώστε να αναγκαστεί η λαϊκή αυτή βάση να εγκαταλείψει τη ριζωμένη ιδιοπροσωπία της. Σκεφτείτε ότι 3.000.000 άνθρωποι ζήτησαν να αναγράφεται στη ταυτότητά τους ότι είναι χριστιανοί και το κράτος –ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ–, προφασιζόμενο το σκεπτικό του κυρίου Δαφέρμου, το αρνήθηκε. Έπειτα, στην εξωτερική πολιτική των δύο κομμάτων δεν διαπιστώσαμε μέχρι τώρα διαφορά, γιατί παντού διαχέεται η ίδια αντίληψη. Παραδείγματος χάριν, το αντεθνικό σχολικό βιβλίο Ιστορίας της Στ’ Δημοτικού που σχεδίασε το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο επί ΠΑΣΟΚ, με τη σύμπραξη –πάντα– των «προοδευτικών δυνάμεων» του Συνασπισμού, το μοίρασε στα σχολεία η Ν.Δ. Θα έλεγα πάντως ότι κάποια διαφορά υπάρχει. Συνίσταται ίσως στην ύπαρξη κάποιων δισταγμών, μιας εσωτερικής επιφύλαξης, όσον αφορά αυτή την ιδεολογική συγγένεια. Παράδειγμα, η διακριτική αποδοχή του Σχεδίου Ανάν από τη Ν.Δ. Κυρίως όμως υπάρχει μια διαφορά ήθους. Το ΠΑΣΟΚ μετά τα είκοσι χρόνια του αμαρτωλού βίου του πιστεύω ότι έμεινε το πλέον διαπλεκόμενο κόμμα, και χρωστάει σήμερα την ύπαρξή του στη λυσσώδη υποστηριχτική προπαγάνδα από τη συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ. Εν κατακλείδι, δεν πιστεύω ότι τα δύο κόμματα είναι ίδια.
Σ’ αυτή τη προεκλογική εκστρατεία τα μεγάλα εθνικά ζητήματα μένουν έξω από τη συζήτηση. Γιατί πιστεύετε ότι συμβαίνει αυτό;
Όπως προείπα, τα εθνικά ζητήματα αντιμετωπίζονται με τον ίδιο σχεδόν τρόπο στα δυο μεγάλα κόμματα, καθώς επίσης και στον μικρότερο Συνασπισμό, ο οποίος κατά τη γνώμη μου είναι ο ιδεολογικός καθοδηγητής και των δύο, αφού έχει καταφέρει να θεωρείται η ελίτ της διανόησης του τόπου. Έγινε δηλαδή σήμερα το πνευματικό κατεστημένο. Γι’ αυτό και δεσπόζει σ’ ολόκληρο το εκπαιδευτικό φάσμα, απ’ το νηπιαγωγείο μέχρι το πανεπιστήμιο, τις τέχνες, τα ΜΜΕ, ως τη στελέχωση των υπουργείων. Κατά τη γνώμη μου, οι απόψεις όλων αυτών για τα εθνικά θέματα βρίσκονται σε πλήρη διάσταση από το αίσθημα εθνικής συνειδήσεως που κυριαρχεί στην πλειονότητα του ελληνικού λαού, γεγονός βέβαια το οποίο γνωρίζουν, και γι’ αυτό ποτέ δεν θα ρωτήσουν με ένα δημοψήφισμα αν θέλει, ας πούμε, ή όχι την Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με την ευκαιρία, θα ήθελα να εκφράσω τη βαθιά μου εκτίμηση και την απέραντη αγάπη μου για τον ηρωικό εθνικό ηγέτη Τάσσο Παπαδόπουλο, που μας μεταγγίζει ελπίδες και αίσθημα αξιοπρέπειας.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι αυτό είναι μια καλή εξέλιξη διότι έτσι αποφεύγεται ο λαϊκισμός στα εθνικά μας θέματα.
Δεν πιστεύω ότι υπάρχει συμφωνία να πράττουμε έτσι. Απλώς συμφωνούν. Πιστεύω ακόμα ότι τη λέξη «λαϊκισμός» τη χρησιμοποιούμε πολύ συχνά κατά το δοκούν, γεγονός που αρκετές φορές μπορεί να υπονομεύει την αλήθεια. Για παράδειγμα, αν επικαλεστεί κάποιος σήμερα το θρησκευτικό ή το πατριωτικό αίσθημα, θα δεχτεί την κατηγορία του λαϊκιστή, του εθνικιστή ή και του ρατσιστή. Πιστεύω ότι η ιδεολογική τρομοκρατία που ασκούν σήμερα οι κάθε είδους «προοδευτικές» ή «ρεαλιστικές» δυνάμεις περιθωριοποιούν ό,τι θα μπορούσε πράγματι να δειχθεί ως προοδευτικός λόγος.
Κάποιος άσχετος που δεν γνωρίζει καθόλου τα ελληνικά πράγματα, ακούγοντας το ΠΑΣΟΚ και τον αρχηγό του θα πίστευε ότι η ελληνική κοινωνία βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής και ότι κερδίζοντας τις εκλογές θα τροχιοδρομηθούν αμέσως οι καλύτερες δυνατές λύσεις για όλα τα προβλήματα.
Πιστεύω ότι το ΠΑΣΟΚ, ήδη απ’ την ίδρυσή του, δανείστηκε –ή καλύτερα σφετερίστηκε– τα αριστερά ιδεολογικά προτάγματα για να πετύχει πρωτίστως τη νομή της εξουσίας. Οι διαρκείς αλλαγές στον ιδεολογικό του προσανατολισμό όσο και η πολυσυλλεκτικότητά του απέδειξαν την ασπόνδυλη πολιτική του δομή. Δημαγωγικό, ρουσφετολογικό και ιδιοτελές σε πρωτοφανή μορφή, ισοπέδωσε ιεραρχίες, εξευτέλισε θεσμούς, εδραίωσε το συντεχνιακό πνεύμα. Νομιμοποίησε τον εκμαυλισμό και τον αμοραλισμό των συνειδήσεων ρημάζοντας τον κοινωνικό ιστό. Η Ελλάδα έγινε η πρώτη χώρα της Ευρώπης στη δωροδοκία υπαλλήλων από πολίτες. Η εικοσαετία του ΠΑΣΟΚ πιστεύω ότι ανέδειξε και μεγιστοποίησε αυτές τις ροπές, που φυσικά υπήρχαν, σε ένα χαοτικό και ανερμάτιστο κράτος, η αλλαγή του οποίου απαιτεί πρωτίστως την απομάκρυνσή του.
Τα μικρότερα κόμματα, όλως ιδιαιτέρως αυτά της αριστεράς, πολλά χρόνια τώρα δεν μπορούν να διαδραματίσουν ένα σημαντικότερο ρόλο στο πολιτικό σύστημα και κατ’ επέκτασιν στην ίδια τη χώρα. Ποιες νομίζετε ότι είναι οι βαθύτερες αιτίες αυτού του γεγονότος;
Πρέπει, σας παρακαλώ, να λάβετε υπόψιν σας ότι οι όποιες απαντήσεις μου βρίσκονται μακριά από θέσεις δήθεν ορθοκρισίας. Είναι ταπεινές απόψεις ενός απλού ανθρώπου που ενδιαφέρεται για τα κοινά. Δεν βλέπω δηλαδή πώς αλλιώς θα μπορούσα να απαντήσω σε πράγματι κεφαλαιώδη ερωτήματα σαν αυτό που μου θέτετε τώρα. Επ’ αυτού λοιπόν θα σας έλεγα το αυταπόδεικτο: ότι η ελάχιστη ανταπόκρισή τους στη βάση του εκλογικού σώματος είναι η απόδειξη της λανθασμένης πορείας τους.
Σωτήρης Σόρογκας