ΚΕΙΜΕΝΑ
Κείμενα του Σ. Σόρογκα
ΓΙΑ ΠΟΙΗΤΕΣ
Βαγενάς
Για τον Νάσο Βαγενά
Η πολύχρονη φιλία μου με το Νάσο Βαγενά και ο θαυμασμός μου για τη σύνολη προσωπικότητά του ελπίζω να μην υποβαθμίσει την αλήθεια των λόγων μου. Πριν από όλα πιστεύω ότι το υψηλό του ήθος είναι το εφαλτήριο κάθε δραστηριότητάς του. Και δεν αναφέρομαι φυσικά μόνο στη σημασία της ποιήσεώς του – χώρου κατεξοχήν δυσερμήνευτου, άλλωστε για κάθε ποιητή και που η προσέγγισή της από ένα ζωγράφο όπως εγώ δεν στοιχειοθετεί τεκμήριο αξιολογικής εγκυρότητας που προφανώς δεν υπάρχει και στις προθέσεις μου – αλλά μιλάω για ένα ασυνήθιστο αίσθημα ευθύνης απέναντι στα κοινά που φανερώνει ιδιαίτερη παρρησία και θάρρος. Θάρρος να αντιστρατεύεται το πανίσχυρο σήμερα πνευματικό κατεστημένο του τόπου μας, που κυριαρχεί στα πανεπιστήμια, στα σχολεία, στον κρατικό μηχανισμό στα ΜΜΕ. Διαπιστώνοντας πως « η κραυγαλέα εξομοίωση του ασήμαντου με το σημαντικό, του φαιδρού με το σοβαρό , του αήθους με το κόσμιο , αποτελεί σήμερα το κυριότερο γνώρισμα της ελληνικής πραγματικότητας» τον οδηγεί στον δύσκολο λόγο να υπερασπίζεται τα αυταπόδεικτα, που διαρκώς ανατρέπονται από μια δήθεν προοδευτική οπτική η οποία επιπροσθέτως, τρομοκρατεί ιδεολογικά, καλυμμένη από την ένταξή της στους σύγχρονους κυρίαρχους κοινωνικο-οικονομικούς μηχανισμούς . Ο Βαγενάς πιστεύω πως είναι άνθρωπος εξαιρετικά ευαίσθητος και γι΄ αυτό έκπληκτος από την πολλαπλότητα του παραλογισμού που ορίζει τον καθημερινό μας βίο σε πλείστους τομείς , αλλά κυρίως στον χώρο του πνεύματος με τον υπερπληθυσμό των μεταπρατών ή των συνεχιστών της κατ’ επάγγελμα εκσυγχρονιστικής ιδεολογίας ,οι οποίοι μεταπορθμεύουν ως καινούργιες ιδέες, φθαρμένα, ξένα , νεοτεριστικά αποφόρια επιδιδόμενοι εδώ και χρόνια στην υπονόμευση του τόπου ποικιλοτρόπως και εισπράττοντας παραλλήλως από κρατικά ή ξένα ύποπτα κέντρα μεγάλα κονδύλια για την εν γένει διεθνιστική τους δραστηριότητα . Είναι τέτοιος ο ανθελληνικός τους ζήλος ώστε επέπεσαν και στους μέχρι χθες ιδεολογικούς τους εκφραστές όπως ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος επειδή έγραψε για συνέχεια του Ελληνισμού , ο Ρίτσος και ο Θεοδωράκης, για να μην αναφερθώ στο μένος τους για τη γενιά του ’30, που με τις συστηματικές παραναγνώσεις κατά Βαγενά επιχειρούν την υπονόμευση τους .
Ο Βαγενάς πιστεύω, ακόμα, ότι είναι βαθύς μελετητής και συνεχιστής της λόγιας παράδοσής μας , για την οποία η συμμετοχή στα κοινά – πνευματικά, πολιτικά, κοινωνικά- ήταν αυτονόητη.
Πιστεύω ακόμη πως η πνευματική του συγκρότηση τροφοδοτείται συνεχώς από ασυνήθιστη για τον καιρό μας γνώση στο χώρο της ποίησης και της κριτικής αντίστοιχη με εκείνη του Παλαμά ή του Σεφέρη. Θα έλεγα ακόμα ότι με τον Βαγενά με συνδέει βαθύ αίσθημα συντροφικότητας , και για να μην ταυτιστεί η λέξη με το παλαιό περιεχόμενό της, θα έλεγα ότι μου διοχετεύει ένα αίσθημα προστασίας και ασφάλειας όπως από έναν ισχυρό φίλο ή έναν μεγάλο αδερφό ο οποίος είναι σε θέση να προασπίσει καλύτερα , με θάρρος , αποφασιστικότητα και γνώση εκείνα που αφορούν κι εμένα χρόνια και χρόνια και που προσπαθώ να διατυπώσω σε έναν παρεμφερή αισθητικό και ιδεολογικό χώρο όπως ο εικαστικός . Βρίσκω στον Βαγενά, τολμώ να πω, και μια συγγένεια στην αγάπη για τον Σεφέρη , που για μένα στάθηκε πνευματικός μου δάσκαλος και νομίζω ότι και για τον Βαγενά είχε την ίδια σημασία. Άλλωστε το έξοχο βιβλίο του « Ο ποιητής κι ο χορευτής» δεν ήταν δυνατόν να γραφεί δίχως ψυχική ταύτιση και χωρίς η τόσο ενδελεχής διείσδυση στο έργο του να τον έχει αφήσει ανεπηρέαστο. Ανατρέχοντας λοιπόν κι εγώ στον Ιωάννη του Σταυρού , όπως μας παραπέμπει ο Σεφέρης στον διαφωτιστικό του « Μονόλογο πάνω στην ποίηση» βρίσκω ,καθώς νομίζω, το απόσταγμα της προσωπικότητος του Βαγενά: « Εκείνος που μαθαίνει τις πιο φίνες λεπτομέρειες μιας τέχνης προχωρεί πάντα στα σκοτεινά και όχι με την αρχική του γνώση, γιατί αν δεν την άφηνε πίσω του , ποτέ δεν θα μπορούσε να ελευθερωθεί από αυτήν». Ο Βαγενάς μόρφωσε το ύφος του διαβάζοντας. Όπως θα έλεγε ο Σεφέρης
« ..η μάθηση και η εμβρίθεια τον βοήθησαν να ελευθερώσει τις πιο ζωντανές πηγές της ψυχής του», γνωρίζοντας ωστόσο ότι «..δεν υπάρχει λεωφόρος Συγγρού που να οδηγεί ίσια στην ποίηση». Στον πρόλογο του βιβλίου του « Η εσθήτα της θεάς» ο Βαγενάς αναφέρει: « Αν αποφάσισα να συγκεντρώσω εδώ τα κείμενα αυτά, είναι γιατί πιστεύω πως η επίγνωση της αδυναμίας μας υπονομεύει την άγνοια μας». Ίσως ακόμα το « υπάρχουμε μονάχα μ΄αυτό που χάνουμε» να αφορά και τους σκοτεινούς δρόμους που τον οδηγούν στη ποίησή του. Πιστεύω ακόμα ότι αυτό το βάθος και το εύρος των κρυφών αναφορών του – που αποτελεί συνέχεια της « ανθρώπινης αλληλεγγύης» την οποία ο Βαγενάς επαναπροσδιορίζει και συνεχίζει σε μια νέα διάσταση- είναι από τα αφανή αλλά κύρια και ουσιαστικά χαρακτηριστικά της ποιήσεώς του και λειτουργεί ως υπόβαθρο στην ιδιαίτερη εκφραστικότητα του ιδιώματός του. Τέλος, πιστεύω , ερμηνεύοντας το δικό μου τρόπο στην ανάγνωση των ποιημάτων του, ότι από τον Βαγενά αναδύεται μια εξαιρετικά προσωπική σχέση-ερμηνεία στον διάλογό του με το θάνατο. Ποίηση βαθιά , στοχαστική και φυσικά αδιέξοδη στην αλήθεια της , δανείζεται στιγμές ανάσας μέσα από αυτοσαρκασμούς και ερωτικές ψευδαισθήσεις , που απλώς υποδύονται εν ειρωνεία ότι καλύπτουν το κενό. Ο Βαγενάς είναι πράγματι ποιητής που διεισδύει και ανατέμνει οτιδήποτε προσεγγίζει: τα ασήμαντα πράγματα της ζωής μας ή ,ακόμα ,και τα μεγάλα με οριακή πυκνότητα, απέραντη υπαινικτικότατα , πολυτυπία ρυθμών και απροσδόκητη χρήση λέξεων αναντικατάστατων. Ένας τεράστιος πλούτος αναφορών διαχέεται σε ολόκληρη την ποίησή του ήδη από την πρώτη του συλλογή. Ψίθυροι ποιητών που αγαπήσαμε συνοδεύουν συχνά με τη τρυφερή τους αύρα την επιβεβαιωμένη απελπισία της φωνής του με τις κλίμακες και το σκοτάδι της. Το καθετί στην ποίηση του μας συνδέει υποδορίως με το οικείο παρόν και ταυτόχρονα μετεωρίζεται σε ένα « άλλο» η απροσδιοριστία του οποίου δημιουργεί καθώς νομίζω το προσωπικό ποιητικό του ιδίωμα. Η παρουσία του είναι παρήγορη στη ζωή μας.
Σωτήρης Σόρογκας
Σεφέρης
Για τον Σεφέρη
Μνήμη και Αγάπη
Η ιδέα αυτού του Λευκώματος για τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη είναι του αγαπημένου φίλου μου Γεράσιμου Τόλη, τον οποίο και ευχαριστώ ιδιαιτέρως. Η μεγάλη αγάπη μου για τον ποιητή με βρήκε εξαιρετικά πρόθυμο να επιχειρήσω την υπόσχεση ενός Λευκώματος – με φόβο θεού βέβαια- πράττοντας ό,τι καλύτερο μπορώ, σαν ελάχιστο αντίδωρο απέναντι στην ασύγκριτη και ζωογόνο πνευματική προσφορά του μεγάλου δημιουργού και ανανεωτή του ποιητικού λόγου.
Με την εργασία μου αυτή προφανώς και δεν επιδιώκω, έστω και κατ’ ελάχιστο, μια εικαστική, δήθεν, μεταφορά της ποιήσεως του. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, πιστεύω ότι είναι εγγενώς αδύνατο, διότι το πολυεπίπεδο και πολυδιάστατο των εκδοχών που μεταγγίζει το ποίημα σ΄έναν επαρκή αναγνώστη, θ΄ακυρωθεί στην μονοδιάστατη εκδοχή μιας “ομοιότητας”, ή μιας υποτιθέμενης “ταυτίσεως”, εγκλωβισμένης σ΄ένα θέμα ή σε μια εννοιολογημένη εικόνα παρομοίως αδιευκρίνιστη. Στην καλύτερη περίπτωση, ίσως να μας επιτρέπεται να μιλάμε για ένα συγγενές απορρέον συναίσθημα.
Ο Σεφέρης στάθηκε με το έργο του σε ολόκληρη σχεδόν τη ζωή μου ένας σπουδαίος δάσκαλος, αλλά ταυτόχρονα και ένας στοργικός αρωγός σε δυσκολίες και αδιέξοδα, από τον οποίο αντλούσα πολύτιμες απαντήσεις, πέραν του ήθους και του ύφους της ποιήσεώς του. Η κιβωτός της γνώσεώς του μου αποκάλυπτε μέσα από όλα του τα κείμενα μιαν απίστευτη διεισδυτικότητα ακόμα και σε αχαρτογράφητες περιοχές της Ελληνικής πνευματικής παραδόσεως, αλλά και τη σχέση της με τον κόσμο. Από τον Όμηρο, τους τραγικούς και το δημοτικό τραγούδι , μέχρι το Μακρυγιάννη, τον Κάλβο, τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Σικελιανό και τον Καβάφη.
Πιστεύω ότι τον Σεφέρη τον δονούσε μια βαθιά και τραυματική αγάπη για τον τόπο. Βίωνε την τρισχιλιετή Ιστορία του ως ένα σύγχρονο δράμα με συχνές αναφορές στα αρχαία μνημεία και στη σύγχρονη θλίψη, σε αιώνες φαρμάκι γενιές φαρμάκι, σαν αέρα που έρχεται από των Ψαρών την ολόμαυρη ράχη, σαν φωνή πατρίδας από ήχο ξύλου σε πηγάδι της Κύπρου, σαν χυμένο μολύβι μιας μαύρης μοίρας που δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Η αγάπη του για την Ελλάδα παίρνει μεταφυσικές διαστάσεις όταν ταυτίζει την ανθρωπιά με την ελληνική φύση, όταν τα στοιχεία της τραγωδίας υπάρχουν στο αγγελικό και μαύρο, φως της Αττικής μέρας, όταν διαπιστώνει με τον φίλο του ότι μια πινελιά σε έργο του Θεοτοκόπουλου θυμίζει Κρητικό δεκαπεντασύλλαβο. Ακόμα και ο καημός της Ρωμιοσύνης στον Σεφέρη έχει άλλες διαστάσεις και άλλα νοήματα. Το έργο του αφήνει να διαχέεται μέσα μας μια αίσθηση ενός τραγικού κόσμου, μυστηριακού και ανεξήγητου.
Εγώ, ό,τι ζωγράφισα, είναι μια προσπάθεια, μήπως ακουστεί μέσα απ’ τις εικόνες μου ένας αντίστοιχος μυστικός ψίθυρος, γνωρίζοντας ότι τέτοιες επιθυμίες σχεδόν ποτέ δεν πραγματοποιούνται. Πιστεύω όμως ότι στην προσπάθεια — έστω και αδικαίωτη– περιέχεται η όποια ανταμοιβή.
Σωτήρης Σόρογκας
Χειμώνας 2021
Δημουλά
Για τη μοναδική Κική Δημουλά
Ελύτης
Ο Οδυσσέας Ελύτης για την Ελλάδα και την Ευρώπη
«…Κάποτε θα ερχόταν η στιγμή για την Ευρώπη να συνειδητοποιήσει τις ρίζες της, αφού δεν μπορεί να υπάρξει σαν αυτόνομη μονάδα, χωρίς κάποιο θεωρητικό υπόβαθρο. Αλλά και για την Ελλάδα η στιγμή να αποφασίσει αν θα μείνει απομονωμένη στις δικές της αξίες ή θα ενταχτεί σε ένα ευρύτερο σύνολο με οφέλη πρακτικής φύσεως αναμφισβήτητα, αλλά και με τον κίνδυνο να αλλοιωθεί η φυσιογνωμία της.
Απ’ αυτή την άποψη, το ομολογώ, είμαι απομονωτικός. Μια ζωήν ολόκληρη αγωνίστηκα για αυτό που λέμε Ελληνικότητα και που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας τρόπος να βλέπεις και να αισθάνεσαι τα πράγματα. Είτε στην κλίμακα τη μεγάλη, είτε στην ταπεινή. Θέλω να πω, είτε σ’ ένα Παρθενώνα, είτε σ’ ένα λιθάρι. Το παν είναι η ευγένεια, η ποιότητα, σε αντίθεση με το μέγεθος και την ποσότητα που χαρακτηρίζουν τη Δύση.
Γιατί, εκεί βρίσκεται η διαφορά. Οι Ευρωπαίοι, αντλήσανε από τις Ελληνικές αξίες για να φτάσουν στην Αναγέννηση. Αλλά, η Αναγέννηση η δική τους είναι κάτι πολύ διαφορετικό απ’ αυτό που θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει εμείς, εάν δεν μας σταματούσε η τουρκοκρατία. Το βλέπουμε αυτό στην ταπεινή κλίμακα, τη μόνη άλλωστε όπου μπορούσαμε ακόμα να εκδηλωνόμαστε. Από την άποψη ότι, μια εσωτερική αυλή νησιώτικου σπιτιού, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ή ένας περίβολος μοναστηριού, είναι, σαν αντίληψη εννοώ, πολύ πιο κοντά στο πνεύμα που έκανε τους Παρθενώνες και τις Θεομήτορες, παρά όλες οι κολόνες κι οι μετώπες των ευρωπαϊκών ανακτόρων. Που σημαίνει ότι, αν συνέχισε κάποιος την αισθαντικότητα την ελληνική και τη διατήρησε, είναι αποκλειστικά ο λαϊκός μας πολιτισμός. Μόνον που και αυτός στις ημέρες μας κινδυνεύει.
Οι αστοί στην πλειοψηφία τους, βέβαια υπήρξαν και εξαιρέσεις, μιμήθηκαν τους ευρωπαίους. Δηλαδή την παραποιημένη αίσθηση της Ελληνικότητας και στη συνέχεια οι ανερχόμενοι από το λαό μιμήθηκαν τους αστούς. Έτσι φτάσαμε σ’ ένα σημείο που αναρωτιέται κανείς σε τι πια μπορεί να ωφελεί η απομόνωση, τι πάει να προστατέψει. Και με κίνδυνο να φανώ αντιφατικός, οδηγούμαι στο άλλο άκρο: Λέω μήπως είναι σωφρονέστερον να μην αντιταχτούμε στο ρου της ιστορίας. Μήπως μια διαφορετική στρατηγική θα μας βοηθούσε να διακριθούμε από έναν άλλο δρόμο.
Ο ελληνισμός, έδειξε ανέκαθεν μια καταπληκτική ικανότητα να αφομοιώνει, να προσαρμόζεται και να δραστηριοποιείται μέσα στα ξένα σύνολα. Έχουμε μια πλειάδα ελλήνων που διακρίθηκαν την εποχή της διασποράς στα μεγάλα κέντρα του εξωτερικού και στην Ευρώπη και στην Ανατολή. Και πότε αυτά; Την εποχή που η Ευρώπη ήταν στην ακμή της και τα κράτη ήταν ισχυρά και σκληρά. Πόσο μάλλον σήμερα, που όπως και να το κάνουμε, είναι γηρασμένα, είναι εξασθενημένα και θα έλεγα ότι έχουμε ανάγκη από το σφρίγος νεοτέρων αιώνων. Αυτό με κάνει λοιπόν, να κατασιγάζω μέσα μου τον αισθηματία Έλληνα που κρύβω και να σκέπτομαι ότι ίσως είναι πιο σωστό, να μη φοβηθούμε τη σύγκριση και την άμιλλα, αλλά να προχωρήσουμε φυσικά πάντοτε με την προοπτική να διακριθούμε στην ποιότητα, που σημαίνει στο πνεύμα. Γι’ αυτό επιμένω πολύ στο θέμα της Παιδείας. Χρειαζόμαστε Παιδεία σοβαρή, βαθιά, όχι αυτή την τεχνική που συχνάζει στις ημέρες μας, γιατί μόνο μ’ αυτή θα μπορέσουμε και να διακριθούμε και να πορευτούμε σ’ ένα καινούργιο δρόμο αλλά και να διατηρήσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας μας…»